ὀρθρεύω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
(ὄρθρος) lie awake before dawn, κατ' εὐνάν Theoc.10.58; ὀρθρεύουσαν ψυχὰν ἐκπληχθεῖσα my soul terror-stricken in the sleepless dawn, E.Tr.182 (lyr.):—Med., γόοισιν ὀρθρευομένα wailing sleepless in the early dawn, Id.Supp.978 (lyr.), cf. Fr.773.25 (lyr.); ὀρθρεύεσθαι καλοῦσιν οἱ Ἀττικοὶ τῷ λύχνῳ προσκεῖσθαι, πρὶν ἡμέραν γενέσθαι Phryn.PSp.93 B.
German (Pape)
[Seite 377] früh aufsein, am frühen Morgen wachen, am frühen Morgen Etwas thun; Theocr. 10, 58; Luc. Gall. 1; – übh. schlaflos sein, ὀρθρεύουσαν ψυχὰν ἐκπληχθεῖσα, Eur. Troad. 182; γόοισιν ὀρθρευομένα, Suppl. 977; – B. A. 54 wird ὀρθρεύεσθαι erkl. τὸ λύχνῳ προσκεῖσθαι πρὶν ἡμέραν γενέσθαι.
French (Bailly abrégé)
être matinal, se lever ou agir de bonne heure;
Moy. ὀρθρεύομαι;
1 être matinal;
2 veiller, être éveillé.
Étymologie: ὄρθρος.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθρεύω: (преимущ. med.) рано подниматься, вставать чуть свет Theocr., med. Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθρεύω: (ὄρθρος) ἐγείρομαι ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, ἐξυπνῶ ἐνωρίς, εἶμαι ἔξυπνος λίαν πρωΐ, κατ’ εὐνὰν Θεόκρ. 10. 58 οὕτως, ὀρθρεύουσαν ψυχὰν ἐκπληχθεῖσα Εὐρ. Τρω. 182· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπω, γόοισιν ὀρθρευομένα, ἐγειρομένη λίαν πρωΐ μετὰ θρήνων, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 978· «ὀρθρεύεσθαι καλοῦσιν οἱ Ἀττικοὶ τῷ λύχνῳ προσκεῖσθαι, πρὶν ἡμέραν γενέσθαι» Α. Β. 54, 11.
Greek Monolingual
ὀρθρεύω (Α) όρθρος
1. (ενεργ. και μέσ.) ξυπνώ πολύ πρωί
2. επαγρυπνώ, βρίσκομαι σε εγρήγορση.
Greek Monotonic
ὀρθρεύω: (ὄρθρος), μέλ. -σω, ξυπνώ νωρίς, σηκώνομαι νωρίς από το κρεβάτι μου, σε Ευρ., Θεόκρ.· επίσης στη Μέσ., γόοισιν ὀρθρευομένα, ξυπνώντας νωρίς το πρωί με θρήνους, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὄρθρος
to rise early, to be awake early, Eur., Theocr.:—also in Mid., γόοισιν ὀρθρευομένα rising up early with groans, Eur.