οριζοντιότητα
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του οριζόντιου, το να έχει κάτι οριζόντια θέση («οριζοντιότητα επιπέδων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οριζόντιος. Η λ., στον λόγιο τ. ὁριζοντιότης, μαρτυρείται από το 1845 στον Ηρ. Μητσόπουλο].