ορρόμελι

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

ὀρρόμελι, -ιτος, τὸ (Μ)
τυρόγαλο με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρρός (βλ. λ. ορός) + μέλι.