ορυζοφάγος

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source

Greek Monolingual

και ρυζοφάγος, -α, -ο
1. αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το ρύζι
2. αυτός που του αρέσουν πολύ τα εδέσματα από ρύζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρυζα + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].