ράδαμνος
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
Greek Monolingual
και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α
απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ-αμνος / ῥόδ-αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα -(α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, -ῖκος (πρβλ. λατ. radix «ρίζα» και ραδίκι) με μακρό φωνηεντισμό ᾱ και επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. σπάδιξ, σκάνδιξ) ανάγονται στην ΙΕ ρίζα wrā-d- / wrә2-d- «βλαστός, βέργα, ρίζα». Στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθανότατα και η λ. ῥίζα. Η άποψη, τέλος, ότι οι τ. είναι μεσογειακής προέλευσης δεν φαίνεται πιθανή].