οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
ὀρύομαι (Α)(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ὠρύομαι) ουρλιάζω, ωρύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ωρύομαι].