ορύομαι

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source

Greek Monolingual

ὀρύομαι (Α)
(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί ὠρύομαι) ουρλιάζω, ωρύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ωρύομαι].