ουρλιάζω

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

1. (ιδίως για ζώα) εκβάλλω μακρόσυρτη κραυγή, σκούζω
2. μτφ. α) (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά
β) (για θάλασσα και άνεμο) κάνω πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουριάζω, κατ' επίδραση του ιταλ. urlare].