οσαπλασίων

Greek Monolingual

ὁσαπλασίων, -ον (Α)
όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + -πλασίων (< -πλάσιος με την κατάλ. του συγκριτικού βαθμού -ίων), πρβλ. μυριοπλασίων].