ὁσαπλασίων
From LSJ
English (LSJ)
ὁσαπλασίον, gen. ονος, as many times as, Arist.Pr.929b14, Euc.12.13, Archim.Aequil.1.6.
German (Pape)
[Seite 394] ον, = Vorigem (?).
Russian (Dvoretsky)
ὁσαπλᾰσίων: 2, gen. ονος во сколько раз больший (ὁσαπλάσιόν ἐστι … τοσαυταπλάσιον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁσαπλᾰσίων: -ον, ὁσάκις μεγαλείτερος, Ἀριστ. Προβλ. 21. 22, 2.
Greek Monolingual
ὁσαπλασίων, -ον (Α)
όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + -πλασίων (< -πλάσιος με την κατάλ. του συγκριτικού βαθμού -ίων), πρβλ. μυριοπλασίων].