εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!
ὁσιουργός, -όν (Α) αυτός που εκτελεί όσια έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσιος + -ουργός (< ἔργον)].