οστεάλευρο

Greek Monolingual

το
χημ. λεπτή σκόνη που λαμβάνεται με άλεση τών οστών και χρησιμοποιείται για τη διατροφή τών ζώων ή ως λίπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ἄλευρο(ν)].