οστεοκλασία

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία θραύονται ορισμένα οστά για τη θεραπεία παραμορφώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoclasis < ὀστέον / ὀστοῦν + κλάσις (< κλῶ «σπάω»)].