οστεόκολλα

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

η
χημ. ονομασία της ζωικής κόλλας η οποία λαμβάνεται από τα οστά μετά από την απομάκρυνση τών φωσφορικών αλάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteocolla < ὀστέον / ὀστοῦν + κόλλα.