θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ηχημ. ονομασία της ζωικής κόλλας η οποία λαμβάνεται από τα οστά μετά από την απομάκρυνση τών φωσφορικών αλάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteocolla < ὀστέον / ὀστοῦν + κόλλα.