οστεόλιθος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

ο
1. απολιθωμένο οστό
2. (ορυκτ.) ορυκτό φωσφορικό άλας του ασβεστίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteolite < ὀστέον / ὀστοῦν + λίθος.