οστομάχιον

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

ὀστομάχιον, τὸ (Α)
παιχνίδι που παιζόταν με δεκατέσσερεις πεσσούς διαφόρων σχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -μάχιον (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονομάχιον].