οστομάχιον
From LSJ
Greek Monolingual
ὀστομάχιον, τὸ (Α)
παιχνίδι που παιζόταν με δεκατέσσερεις πεσσούς διαφόρων σχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -μάχιον (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονομάχιον].
ὀστομάχιον, τὸ (Α)
παιχνίδι που παιζόταν με δεκατέσσερεις πεσσούς διαφόρων σχημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -μάχιον (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονομάχιον].