οστοτραγώ

Greek Monolingual

ὀστοτραγῶ, -έω (Μ)
(για σκύλο) ροκανίζω οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + θ. τραγ- (πρβλ. τραγ-εῖν, απρμφ. αορ. του τρώγω), πρβλ. θερμοτραγώ, συκοτραγώ].