Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οστρακίας

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

Greek Monolingual

ὀστρακίας, ὁ (Α)
είδος λίθου που μοιάζει με τον αχάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ίας (πρβλ. χαλαζίας)].