οστρακίας
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
ὀστρακίας, ὁ (Α)
είδος λίθου που μοιάζει με τον αχάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ίας (πρβλ. χαλαζίας)].