οὐλότριχος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
οὐλότριχον, v. οὐλόθριξ.
German (Pape)
[Seite 414] = οὐλόθριξ, kraushaarig, Arist. u. Folgde. Der comparat. οὐλοτριχώτερος, H. A. 9, 44, kann aber auch von οὐλόθριξ herkommen.
Russian (Dvoretsky)
οὐλότρῐχος:
I gen. к οὐλόθριξ.
Arst. = οὐλόθριξ.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλότρῐχος: -ον, ἴδε οὐλόθριξ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ οὐλότριχος, -ον)
βλ. οὐλόθριξ.