ουροδετώ

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

-έω
ναυτ. δένω με ουρόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρά + -δετώ (< -δέτης < δένω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναντικόν Ονοματολόγιον].