ουροδετώ

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek Monolingual

-έω
ναυτ. δένω με ουρόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρά + -δετώ (< -δέτης < δένω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναντικόν Ονοματολόγιον].