ουσιαστικοποίηση

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

η
η χρήση ενός τύπου μετοχής, απαρεμφάτου, επιθέτου ή αντωνυμίας ως ουσιαστικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικό + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].