οφθαλμοπλανία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
ὀφθαλμοπλανία, ἡ (Α)
απάτη τών οφθαλμών, οφθαλμαπάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -πλανία (< -πλανής < πλανώμαι)].