οφθαλμοπόρνος

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που ασκεί οφθαλμοπορνεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + πόρνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ].