Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οφιογενής
Greek Monolingual
ὀφιογενής, -ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε από φίδι 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Ὀφιογενεῖς ονομασία μερικών ασιατικών φυλών. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὄφις, -ιος+ -γενής (<γένος<γίγνομαι)].