ὀφιογενής

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐογενής Medium diacritics: ὀφιογενής Low diacritics: οφιογενής Capitals: ΟΦΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: ophiogenḗs Transliteration B: ophiogenēs Transliteration C: ofiogenis Beta Code: o)fiogenh/s

English (LSJ)

ὀφιογενές, serpent-gendered: οἱ Ὀ., a name of some Asiatic tribes, Crates Gramm. ap. Plin.HN7.13, Varroap.Priscian.Inst.10.32, Str.13.1.14, Ael.NA 12.39, etc.

German (Pape)

[Seite 426] ές, von Schlangen erzeugt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né d'un serpent ; οἱ Ὀφιογενεῖς, les Fils de serpents, peuplade de l'Hellespont.
Étymologie: ὄφις, γίγνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιογενής: -ές, ὁ ἐξ ὄφεως γεννηθείς· οἱ Ὀφιογενεῖς, ὄνομα Ἀσιατικῶν τινων φυλῶν, Στράβ. 588, Αἰλ. π. Ζ. 12. 39, Πλίν. κλ.

Greek Monolingual

ὀφιογενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από φίδι
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Ὀφιογενεῖς
ονομασία μερικών ασιατικών φυλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].