ὀφιογενής
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
ὀφιογενές, serpent-gendered: οἱ Ὀ., a name of some Asiatic tribes, Crates Gramm. ap. Plin.HN7.13, Varroap.Priscian.Inst.10.32, Str.13.1.14, Ael.NA 12.39, etc.
German (Pape)
[Seite 426] ές, von Schlangen erzeugt, Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né d'un serpent ; οἱ Ὀφιογενεῖς, les Fils de serpents, peuplade de l'Hellespont.
Étymologie: ὄφις, γίγνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιογενής: -ές, ὁ ἐξ ὄφεως γεννηθείς· οἱ Ὀφιογενεῖς, ὄνομα Ἀσιατικῶν τινων φυλῶν, Στράβ. 588, Αἰλ. π. Ζ. 12. 39, Πλίν. κλ.
Greek Monolingual
ὀφιογενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από φίδι
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Ὀφιογενεῖς
ονομασία μερικών ασιατικών φυλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].