οφρυούμαι

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

ὀφρυοῦμαι, -όομαι (Α) οφρύς
1. ανασηκώνω τα φρύδια
2. (κατ' επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, υπερηφανεύομαι.