δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
ὀφρυοῦμαι, -όομαι (Α) οφρύς1. ανασηκώνω τα φρύδια2. (κατ' επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, υπερηφανεύομαι.