τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
ὀψιπέδων, -ωνος, ὁ (Α)αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πέδων (< πέδη «δεσμός»)].