Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
ὀψιτόκος, ἡ (Α)αυτή που γεννάει σε μεγάλη ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -τόκος (< τόκος < τίκτω)].