ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
οἰκονομητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ οἰκονομέω, δεῖ οἰκονομεῖν, Γρηγ. Ναζ. Ἐπ. 26, σ. 791, 2.