πάνδηλος

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

Greek (Liddell-Scott)

πάνδηλος: -ον, πλήρης δειλίας ἢ ἀθλιότητος, Ὀππ. Κ. 3. 230.

Greek Monolingual

-η, -ο
γνωστός σε όλους, ολοφάνερος, καταφανής, πασίδηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δηλος (< αρχ. δῆλος «φανερός»), πρβλ. κατά-δηλος].