θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
πάνδηλος: -ον, πλήρης δειλίας ἢ ἀθλιότητος, Ὀππ. Κ. 3. 230.
-η, -ογνωστός σε όλους, ολοφάνερος, καταφανής, πασίδηλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δηλος (< αρχ. δῆλος «φανερός»), πρβλ. κατά-δηλος].