πέλαινα

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλαινα· Medium diacritics: πέλαινα Low diacritics: πέλαινα Capitals: ΠΕΛΑΙΝΑ
Transliteration A: pélaina Transliteration B: pelaina Transliteration C: pelaina Beta Code: pe/laina

English (LSJ)

πόπανα, μειλίγματα, Hsch. πέλαιτον· τὸ ἐφικτόν, μέγιστον, Id.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πόπανα, μειλίγματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλαινα, αν έχει παραδοθεί σωστά, συνδέεται πιθ. με το πελανός].