πέλαινα
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Full diacritics: πέλαινα· | Medium diacritics: πέλαινα | Low diacritics: πέλαινα | Capitals: ΠΕΛΑΙΝΑ |
Transliteration A: pélaina | Transliteration B: pelaina | Transliteration C: pelaina | Beta Code: pe/laina |
πόπανα, μειλίγματα, Hsch. πέλαιτον· τὸ ἐφικτόν, μέγιστον, Id.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «πόπανα, μειλίγματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλαινα, αν έχει παραδοθεί σωστά, συνδέεται πιθ. με το πελανός].