πέπραγα

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

French (Bailly abrégé)

pf. intr. de πράσσω.

Greek Monotonic

πέπρᾱγα: και πέπρᾱχα, παρακ. του πράσσω· πέπραγμαι, Παθ. παρακ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπρᾱγα indic. perf. van πράττω.

Russian (Dvoretsky)

πέπρᾱγα: pf. 2 к πράσσω.