πίανσις

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek (Liddell-Scott)

πίανσις: -εως, ἡ, πάχυνσις, Achmes Ὀνειροκρ. 239.

Greek Monolingual

-άνσεως, ἡ, Μ πιαίνω
η πάχυνση.