πίκραινα

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. δέντρο τών Αντιλών και της Γουιάνας, με πολύ πικρό ξύλο.