μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
ηβάσανο, ταλαιπωρία, παιδεμός («επάσκισ' όσο μπόρεσε την παίδα ν' αλαφρώσει», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παιδεύω.