παγωνιέρα
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
και, δ. γρφ., παγονιέρα, η
1. ψυγείο πάγου
2. μτφ. πολύ ψυχρός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγώνω + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. ψηστιέρα)].