παιήσω

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

French (Bailly abrégé)

v. παίω.

Greek Monotonic

παιήσω: μέλ. του παίω.

Russian (Dvoretsky)

παιήσω: (= παίσω) fut. к παίω.