στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
v. παίω.
παιήσω: μέλ. του παίω.
παιήσω: (= παίσω) fut. к παίω.