παιδαριωδία

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα του παιδαριώδους
2. πράξη ή λόγος χωρίς σοβαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδαριώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση].