παλαμάρι

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

το
χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται για την πρόσδεση του πλοίου στην προβλήτα, αλλ. κάλως, τόνος, καραβόσκοινο, πρυμάτσα ή καρλίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. palamar < ιταλ. palamaro].