παλαμάρι Search Google

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

το
χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται για την πρόσδεση του πλοίου στην προβλήτα, αλλ. κάλως, τόνος, καραβόσκοινο, πρυμάτσα ή καρλίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. palamar < ιταλ. palamaro].