παλιλλεξίαι

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek (Liddell-Scott)

παλιλλεξίαι: -αἱ, παλιλλογίαι, Κοσμ. Ἱεροσολ. σ. 344, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

παλιλλεξίαι, αἱ (Μ)
επαναλήψεις τών ίδιων λόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -λεξία (< -λεκτος < λέγω), πρβλ. δυσλεξία].