παλιούρι

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

το παλίουρος
το ακανθώδες θαμνώδες φυτό παλίουρος.