παλιόκοσμος

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

ο
1. διεφθαρμένος κόσμος
2. έκφραση αγανάκτησης για τις δυσκολίες της ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + κόσμος.