παλλίολον

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source

Greek Monolingual

παλλίολον, τὸ (Α)
υποκορ. του πάλλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palliolum «ιμάτιο»].