ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
παλλίολον, τὸ (Α)υποκορ. του πάλλιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palliolum «ιμάτιο»].