πάλλιον

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

πάλλιον και παλλίο, παλλίον, το (ΑΜ πάλλιον και παλλίον)
επενδύτης
νεοελλ.
1. στενή και επιμήκης λωρίδα μάλλινου λευκού υφάσματος, η οποία κοσμείται με πέντε ενυφασμένους μελανούς σταυρούς και φέρεται στους ώμους από τους επισκόπους της Δυτικής Εκκλησίας, ως ένδειξη της εύνοιας του πάπα και ως σύμβολο της αναλήψεως αρχιερατικής δικαιοδοσίας
2. ένδυμα που φέρεται από τους μοναχούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως σύμβολο της αφθαρσίας και σεμνότητας και το οποίο ταυτίζεται σήμερα με το εξώρασο
μσν.-αρχ.
(στους Ρωμαίους) τετράπλευρο ή ορθογώνιο τεμάχιο υφάσματος, κατά απομίμηση του ελληνικού ιματίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pallium (< palla «στολή, πέπλος»), πιθ. ελληνικής προέλευσης].