πανίδα

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

η
ζωολ. το σύνολο τών ζωικών ειδών που ζουν σε ορισμένη χώρα ή γεωγραφική περιοχή ή σε έναν συγκεκριμένο βιοχώρο ή γεωλογική περίοδο, σύνολο που αποτελεί συνάρτηση τών φυσικών, κλιματολογικών, οικολογικών κ.ά. συνθηκών και διακρίνεται γενικά σε χερσαία και υδατική ή υδρόβια, που με τη σειρά τους διακρίνονται σε δασική, ορεινή, πεδινή, άλπεια κ.ά. ή σε θαλάσσια, ποτάμια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παν. Η λ. προήλθε από μετάφραση του αγγλ. fauna «πανίδα» < λατ. Faunus, θεός αντίστοιχος προς τον Πάνα].