[Seite 459] ὁ, sehr wohlthuend, Sp.
πᾰνευεργέτης: -ου, ὁ, μέγας εὐεργέτης, εὐεργετικώτατος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 4.
ὁ, Αμεγάλος ευεργέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὐεργέτης.