πανηγυρικῶς

From LSJ

σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
comme dans une fête nationale ou dans un éloge public, avec pompe ou ostentation.
Étymologie: πανηγυρικός.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνηγῠρικῶς:
1 празднично, торжественно, пышно (κεκοσμημέναι νῆες Plut.);
2 напыщенно, высокопарно (π. γεγραμμένον δρᾶμα Plut.).