παντζάρι

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

το
1. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. κοκκινογούλι
2. φρ. «έγινε κόκκινος σαν το παντζάρι» ή «κοκκίνισε σαν παντζάρι» — έγινε κατακόκκινος, συν. από ντροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pancar].