παντογενής
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
παντογενές, = παντογένεθλος (all-generating, father of all, of every kind) 1, Αἰών Sotad. 15.1.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που γέννησε τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].