παξαμίτης

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek (Liddell-Scott)

παξαμίτης: ὁ, (δηλ. ἄρτος) = παξαμᾶς, Σωφρόνιος 3481Α, Β.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
(ενν. άρτος) παξιμάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παξαμᾶς + επίθημα -ίτης].