ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same
το1. μικρής ηλικίας πάπια, νεογνό πάπιας, παπάκι2. φρ. «γίνομαι παπί» — καταβρέχομαι, γίνομαι μούσκεμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο παππ-ίον υποκορ. του πάππος «είδος πουλιού»].